- ὁμολογία
- ἡ ὁμολογία 1. согласие; 2. соглашение; (часто) договор о капитуляции
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
ὁμολογία — ὁμολογίᾱ , ὁμολογία agreement fem nom/voc/acc dual ὁμολογίᾱ , ὁμολογία agreement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το … Dictionary of Greek
ὁμολογίᾳ — ὁμολογίαι , ὁμολογία agreement fem nom/voc pl ὁμολογίᾱͅ , ὁμολογία agreement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομολογία — η 1. η αποδοχή ενοχής, συμφωνία, συναίνεση, παραδοχή: Κατά γενική ομολογία το έργο ήταν ωραίο. 2. φρ., «ομολογία πίστεως», αποδοχή ορισμένου θρησκευτικού δόγματος. 3. (οικον.), γραφτός πιστωτικός τίτλος, που δείχνει πως ο κάτοχος δάνεισε στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιαίρετη ομολογία — Βλ. λ. ομολογία … Dictionary of Greek
Αυγουστιαία Ομολογία — (Confessio Augustana). Ομολογία της Λουθηρανικής Εκκλησίας, που συντάχτηκε με εντολή του αυτοκράτορα Κάρολου Ε’, στο συνέδριο της 8ης Απριλίου 1530 στην πόλη Αυγούστα. Συντάκτης της ήταν ο Μελάγχθων και άλλοι θεολόγοι, σε συνεννόηση με τον… … Dictionary of Greek
ὁμολογίας — ὁμολογίᾱς , ὁμολογία agreement fem acc pl ὁμολογίᾱς , ὁμολογία agreement fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογίαι — ὁμολογία agreement fem nom/voc pl ὁμολογίᾱͅ , ὁμολογία agreement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογίαν — ὁμολογίᾱν , ὁμολογία agreement fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογιᾶν — ὁμολογία agreement fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμολογιῶν — ὁμολογία agreement fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)